τραπεζῶ

τραπεζῶ
τραπεζόω
offer
pres subj act 1st sg
τραπεζόω
offer
pres ind act 1st sg
τραπεζώ
fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τραπεζώ
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζώ — (I) οῦς, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια τής Παλλάδος, τραπεζοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τής λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. ώ]. (II) όω, Α βλ. τραπεζώνω …   Dictionary of Greek

  • τραπεζώνω — τραπεζῶ, όω, ΝΑ [τράπεζα] νεοελλ. (συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζι αρχ. 1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές 2. παθ. τραπεζοῡμαι όομαι τοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοῦς — τραπεζόω offer pres ind act 2nd sg (doric) τραπεζώ fem nom/voc pl τραπεζώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτραπέζωμα — ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM) συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)] …   Dictionary of Greek

  • τραπέζωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τραπεζῶ, ώνω] νεοελλ. (συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους μσν. συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος (αρχ) 1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι 2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα προσφορές στους θεούς …   Dictionary of Greek

  • τραπέζωσις — εζώσεως, ἡ, Α [τραπεζῶ] 1. ετοιμασία τραπεζιού, παράθεση φαγητών 2. (κατά τον Δίον. Αρεοπ.) «τραπέζωσίν φησι τὰ ἐν τῇ θείᾳ τραπέζῃ διὰ τοῦ ἁγίου ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τελούμενα μυστήρια» …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοῦν — τραπεζόω offer pres part act masc voc sg τραπεζόω offer pres part act neut nom/voc/acc sg τραπεζόω offer pres inf act (epic doric) τραπεζώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῶν — τράπεζα table fem gen pl τραπεζόω offer pres part act masc voc sg (doric aeolic) τραπεζόω offer pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τραπεζόω offer pres part act masc nom sg τραπεζόω offer pres inf act (doric) τραπεζώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”